Χθες στις 7 και 30 δευτερόλεπτα περίπου θυμήθηκα γιατί ντρέπομαι που είμαι φίλος του ποδοσφαίρου. Θυμήθηκα γιατί πρέπει να δικαιολογώ την απόφασή μου να πηγαίνω στο γήπεδο σε φίλους που απέχουν, σε φίλους που θεωρούν τους εαυτούς τους πιο «καλλιεργημένους» από εμένα, σε φίλους που θεωρούν ότι τα πτυχία, τα μεταπτυχιακά που παίρνει και τα βιβλία που διαβάζει κανείς θα πρέπει να του βάζουν αρκετό μυαλό, ώστε να τον κρατάνε μακριά από μέρη όπου η βία και η καφρίλα βασιλεύουν.
Όλα τα χρόνια προσπαθώ να τους πείσω ότι αυτά είναι φαινόμενα του παρελθόντος και ότι, τουλάχιστον σε μεγάλη μερίδα των ελληνικών γηπέδων, η καφρίλα μπορεί να υπάρχει, ωστόσο είναι συγκεκαλυμμένη, μακριά από εμένα και, ευτυχώς πλέον, μακριά από τους παίκτες. Πως οι περισσότεροι που πηγαίνουν στα γήπεδα έχουν καψούρα με την ομάδα τους αλλά και με το άθλημα. Πως στις κερκίδες δεν γίνεται τίποτα παραπάνω από ανάλυση του παιχνιδιού, ανταλλαγή απόψεων για τους παίκτες και τους προπονητές, άντε και λίγο τραγούδι, έτσι για να φτιάξει η εβδομάδα μας και να ξεχάσουμε το ότι δεν μας αρέσουν οι δουλειές μας. Και δεν λεω ψέματα, αφού – τουλάχιστον στα γήπεδα και στις θύρες που πηγαίνω εγώ – αυτό γίνεται. Τραγούδι, συζήτηση, ξεχαρμάνιασμα, και σπίτι το βράδυ για να δούμε πάλι το παιχνίδι στο βίντεο.
Βέβαια, όλο κάτι γίνεται και με διαψεύδει, καταστρέφει την εικόνα που προσπαθούσα εγώ να χτίσω, για τη δική μου χάρη, βέβαια, γιατί ποδόσφαιρο και μπάσκετ δεν κόβονται, και, αφού δεν κόβονται, τουλάχιστον ας προσπαθήσω να κρατήσω άθικτη τη δική μου υπόληψη. Πριν από μερικούς μήνες ήταν εκείνη η δολοφονική επίθεση, κάπου στη Λατινική Αμερική, ενός οπαδού, ο οποίος μαχαίρωσε έναν παίκτη εν ώρα αγώνα.
«Είδες τι έκαναν οι φίλοι σου οι ‘ποδοσφαιρόφιλοι’;» άκουγα όλη την εβδομάδα. «Ευτυχώς που ‘αναλύετε το παιχνίδι’ μόνο και δεν κάνετε τίποτα άλλο», ή «ναι, ανέλυσε εκείνος το παιχνίδι και τα data που συγκέντρωσε του έβγαζαν έναν παίκτη παραπάνω και είπε να διορθώσει το λάθος» και κάτι τέτοια.
Είπα ότι εκεί μακριά αυτά γίνονται. Είπα ότι στη Θεσσαλονίκη οι περισσότεροι φίλαθλοι αγαπούν τις ομάδες τους και τέτοια δεν κάνουν. Είπα ό,τι μου κατέβηκε στο κεφάλι. Και πάνω που το είχαν ξεχάσει – ίσως και χάρη του καλοκαιριού – και με είχαν αφήσει για λίγο στην ησυχία μου…
… άρχισε το Ηρακλής – Άρης. Και ένα «μπουμπούκι» με έφερε πάλι σε δύσκολη θέση. Ένας «υπερήφανος» φίλαθλος του Γηραιού αποφάσισε να μπουκάρει στο γήπεδο, λίγα δευτερόλεπτα μετά από την έναρξη του παιχνιδιού, να σταθεί μπροστά στο Μιχάλη Σηφάκη και να αρχίσει να του αραδιάζει κάποια γαλλικά. Όταν ο Σηφάκης – τι ψυχραιμία, Θεέ μου! – δεν αντέδρασε (και είναι αξιοθαύμαστο το ότι δεν αντέδρασε, αν σκεφτεί κανείς ότι εγώ κόντεψα να σπάσω την τηλεόραση από τα νεύρα μου), σκέφτηκε «ρε συυυυ… αυτόοος δεν ψάρωσεεεεεε» και είπε να τον πιάσει και από το λαιμό και να τον χαστουκίσει. Ευτυχώς πρόλαβαν και έφτασαν οι συμπαίκτες του τερματοφύλακα του Άρη και τον απομάκρυναν, πριν γίνουν τα χειρότερα.
Μέσα μου η θλίψη και η αηδία διαδέχονται η μία την άλλη ως κυρίαρχο συναίσθημα. Θλίψη γιατί τον αθλητισμό τον αγαπάω. Λατρεύω να παρακολουθώ αγώνες, λατρεύω να πηγαίνω στο γήπεδο, λατρεύω να βλέπω 22 μαντραχαλάδες να κυνηγούν μια μπάλα πάνω στο χόρτο, λατρεύω να βλέπω 10 ντερέκια να ψάχνουν τρόπο να βάλουν μια σπυριάρα σε ένα καλάθι, λατρεύω την ατμόσφαιρα του γηπέδου και λατρεύω το ότι είναι ένα από τα λίγα πράγματα που κανείς δεν μπορεί να μου πάρει. Για αυτούς τους λόγους το χθεσινό με γέμισε με θλίψη. Θλίψη γιατί ένας, δύο ή δέκα, ή εκατό νιώθουν πως η απέραντη καφρίλα είναι ο τρόπος με τον οποίο μια ομάδα μπορεί να αντιμετωπίσει μια άλλη. Όχι μέσα στις τέσσερις γραμμές του γηπέδου, ως ίσοι προς ίσους, αλλά με εξω-αγωνιστικές αγωνίες και φόβους για τη ζωή τους.
Για τους ίδιους λόγους με γέμισε με αηδία.
Και για έναν ακόμη:
Ας μου εξηγήσει κάποιος, με λογικά επιχειρήματα που θα με πείσουν, πώς κατάφερε ένας τύπος – σας φάνηκε καλά εσάς αυτός; - να κατέβει από το πέταλο όπου βρισκόταν, να περάσει τα προστατευτικά – καλά, αυτό δεν είναι και κανένα μεγάλο κατόρθωμα, καταπληκτικό για μεγάλους αγώνες το Καυτατζόγλειο, τα συγχαρητήριά μου -, να περάσει τους σεκιουριτάδες χωρίς να τον πάρει χαμπάρι κανένας απολύτως, να διανύσει όλη την απόσταση που χωρίζει το πέταλο από το γήπεδο του ποδοσφαίρου, δηλαδή το χώρο του στίβου στο συγκεκριμένο γήπεδο, να πατήσει το χορτάρι, να πάει, να σταθεί μπροστά στο Μιχάλη Σηφάκη και να τον βρίζει επί τόση ώρα, μετά να σηκώσει χέρι και να τον χτυπήσει και, ποιος βρέθηκε, λέτε, εκεί, για να δώσει τέλος στο περιστατικό; Σεκιουριτάδες; Άνδρες της αστυνομίας; Αστεία λέτε… Ο Ντάρσι Νέτο και ο Νάτσο Γκαρσία, που μπήκαν ανάμεσα στους δύο όταν το «μπουμπούκι» έπιασε το Σηφάκη από το λαιμό, και τους χώρισαν, με αποτέλεσμα ο «φίλαθλος» να προλάβει «μόνο» να τον χαστουκίσει.
Πού ήταν οι άνδρες της ασφάλειας του γηπέδου σε όλη αυτή τη βόλτα που έκανε αυτός ο «άνθρωπος»; Που ήταν τόσο μεγάλη που, αν ήταν διαβητικός, το ζάχαρό του θα είχε πέσει σε φυσιολογικά επίπεδα από την πολλή άθληση! Και, ρε παιδιά, εκείνοι οι δύο σεκιουριτάδες που στεκόταν από δίπλα και τον κοιτούσαν να «μιλάει» στο Σηφάκη, τι έκαναν; Τις Καρυάτιδες; Και αν, λέω αν, ο τύπος αυτός κουβαλούσε μαζί του κανένα μαχαίρι;
Πόσο φυσιολογικό σας ακούγεται όλο αυτό; Πόσο αθώο και τυχαίο;
Ας δούμε τι θα μπορούσε να προκύψει από αυτό το περιστατικό: δύο τινά. Α) Ο Μιχάλης Σηφάκης φοβάται για τη ζωή του (όπως είναι φυσικό), αντιδρά και παίρνει κόκκινη κάρτα. Ο Άρης μένει χωρίς το βασικό του τερματοφύλακα και χάνει. Β) Ο Μιχάλης Σηφάκης δεν αντιδρά, αλλά χάνει την ψυχραιμία του (όπως είναι φυσικό), δεν μπορεί να αποδώσει ανάλογα με τις δυνατότητές του και ο Άρης χάνει το παιχνίδι.
Ποιος κερδίζει;
Βέβαια, μπορεί και να ήταν τυχαίο. Αν ισχύει αυτό, όμως, μιλάμε για μνημειώδη βλακεία όλων όσων υποτίθεται ότι πληρώνονται για να προσέχουν τη δική μας ασφάλεια, αλλά και εκείνη των ποδοσφαιριστών. Γιατί, πείτε με παρανοϊκό, αλλά αν αυτός ο τύπος δεν είχε περιοριστεί στα όσα μπορεί να πει με το στόμα, και έβγαζε τίποτα άλλο από τις τσέπες του, τι θα γινόταν;
Και αν δεν ισχύει, τότε μιλάμε για το απόλυτο αίσχος. Για την απόλυτη κατάντια. Την απόλυτη ξεφτίλα μιας πόλης που κάποτε ήταν λίκνο του αθλητισμού και του πολιτισμού. Γιατί κάποτε αυτά τα δύο πήγαιναν χέρι- χέρι. Σήμερα φοβάμαι ότι έχουν δίκιο οι φίλοι μου.
Α, και για να μην το ξεχάσω. Όταν έχουν συμβεί τα αίσχη στο γήπεδό μας, ανακοινώσεις τους στυλ «ηρεμήστε ρε παιδιά, για να μην κινδυνεύσουμε να τιμωρηθούμε ή να χάσουμε το παιχνίδι στα χαρτιά» ή κάπως έτσι, είναι τουλάχιστον αστείες. Αστείες. Γιατί η υποχρέωση όλων δεν είναι μόνο απέναντι στις ομάδες μας. Η υποχρέωση όλων όσων έχουν στα χέρια τους ομάδες της Σούπερ Λίγκας είναι πρώτιστα απέναντι στο ποδόσφαιρο. Α, και όταν τελειώνει αυτό το «παιχνίδι», ζητάμε και ένα συγνώμη. Έτσι για το γαμώτο. Για να μην κουβαληθεί κι ο άλλος στο δικαστήριο την επομένη με ένα από τα θαυματουργά κολάρα, που κυκλοφορούν στην αγορά.
Τα θερμά μου συγχαρητήρια λοιπόν στον Μιχάλη Σηφάκη. Ο οποίος αντέδρασε με τον ιδανικό τρόπο σε ό,τι έχει να κάνει με το καλό της ομάδας του, έστω και αν σε ένα αρκετά μεγάλο βαθμό έβαλε σε κίνδυνο τη σωματική του ακεραιότητα. Πόσοι από εμάς θα το έκαναν αυτό στη θέση του;
Όλα τα χρόνια προσπαθώ να τους πείσω ότι αυτά είναι φαινόμενα του παρελθόντος και ότι, τουλάχιστον σε μεγάλη μερίδα των ελληνικών γηπέδων, η καφρίλα μπορεί να υπάρχει, ωστόσο είναι συγκεκαλυμμένη, μακριά από εμένα και, ευτυχώς πλέον, μακριά από τους παίκτες. Πως οι περισσότεροι που πηγαίνουν στα γήπεδα έχουν καψούρα με την ομάδα τους αλλά και με το άθλημα. Πως στις κερκίδες δεν γίνεται τίποτα παραπάνω από ανάλυση του παιχνιδιού, ανταλλαγή απόψεων για τους παίκτες και τους προπονητές, άντε και λίγο τραγούδι, έτσι για να φτιάξει η εβδομάδα μας και να ξεχάσουμε το ότι δεν μας αρέσουν οι δουλειές μας. Και δεν λεω ψέματα, αφού – τουλάχιστον στα γήπεδα και στις θύρες που πηγαίνω εγώ – αυτό γίνεται. Τραγούδι, συζήτηση, ξεχαρμάνιασμα, και σπίτι το βράδυ για να δούμε πάλι το παιχνίδι στο βίντεο.
Βέβαια, όλο κάτι γίνεται και με διαψεύδει, καταστρέφει την εικόνα που προσπαθούσα εγώ να χτίσω, για τη δική μου χάρη, βέβαια, γιατί ποδόσφαιρο και μπάσκετ δεν κόβονται, και, αφού δεν κόβονται, τουλάχιστον ας προσπαθήσω να κρατήσω άθικτη τη δική μου υπόληψη. Πριν από μερικούς μήνες ήταν εκείνη η δολοφονική επίθεση, κάπου στη Λατινική Αμερική, ενός οπαδού, ο οποίος μαχαίρωσε έναν παίκτη εν ώρα αγώνα.
«Είδες τι έκαναν οι φίλοι σου οι ‘ποδοσφαιρόφιλοι’;» άκουγα όλη την εβδομάδα. «Ευτυχώς που ‘αναλύετε το παιχνίδι’ μόνο και δεν κάνετε τίποτα άλλο», ή «ναι, ανέλυσε εκείνος το παιχνίδι και τα data που συγκέντρωσε του έβγαζαν έναν παίκτη παραπάνω και είπε να διορθώσει το λάθος» και κάτι τέτοια.
Είπα ότι εκεί μακριά αυτά γίνονται. Είπα ότι στη Θεσσαλονίκη οι περισσότεροι φίλαθλοι αγαπούν τις ομάδες τους και τέτοια δεν κάνουν. Είπα ό,τι μου κατέβηκε στο κεφάλι. Και πάνω που το είχαν ξεχάσει – ίσως και χάρη του καλοκαιριού – και με είχαν αφήσει για λίγο στην ησυχία μου…
… άρχισε το Ηρακλής – Άρης. Και ένα «μπουμπούκι» με έφερε πάλι σε δύσκολη θέση. Ένας «υπερήφανος» φίλαθλος του Γηραιού αποφάσισε να μπουκάρει στο γήπεδο, λίγα δευτερόλεπτα μετά από την έναρξη του παιχνιδιού, να σταθεί μπροστά στο Μιχάλη Σηφάκη και να αρχίσει να του αραδιάζει κάποια γαλλικά. Όταν ο Σηφάκης – τι ψυχραιμία, Θεέ μου! – δεν αντέδρασε (και είναι αξιοθαύμαστο το ότι δεν αντέδρασε, αν σκεφτεί κανείς ότι εγώ κόντεψα να σπάσω την τηλεόραση από τα νεύρα μου), σκέφτηκε «ρε συυυυ… αυτόοος δεν ψάρωσεεεεεε» και είπε να τον πιάσει και από το λαιμό και να τον χαστουκίσει. Ευτυχώς πρόλαβαν και έφτασαν οι συμπαίκτες του τερματοφύλακα του Άρη και τον απομάκρυναν, πριν γίνουν τα χειρότερα.
Μέσα μου η θλίψη και η αηδία διαδέχονται η μία την άλλη ως κυρίαρχο συναίσθημα. Θλίψη γιατί τον αθλητισμό τον αγαπάω. Λατρεύω να παρακολουθώ αγώνες, λατρεύω να πηγαίνω στο γήπεδο, λατρεύω να βλέπω 22 μαντραχαλάδες να κυνηγούν μια μπάλα πάνω στο χόρτο, λατρεύω να βλέπω 10 ντερέκια να ψάχνουν τρόπο να βάλουν μια σπυριάρα σε ένα καλάθι, λατρεύω την ατμόσφαιρα του γηπέδου και λατρεύω το ότι είναι ένα από τα λίγα πράγματα που κανείς δεν μπορεί να μου πάρει. Για αυτούς τους λόγους το χθεσινό με γέμισε με θλίψη. Θλίψη γιατί ένας, δύο ή δέκα, ή εκατό νιώθουν πως η απέραντη καφρίλα είναι ο τρόπος με τον οποίο μια ομάδα μπορεί να αντιμετωπίσει μια άλλη. Όχι μέσα στις τέσσερις γραμμές του γηπέδου, ως ίσοι προς ίσους, αλλά με εξω-αγωνιστικές αγωνίες και φόβους για τη ζωή τους.
Για τους ίδιους λόγους με γέμισε με αηδία.
Και για έναν ακόμη:
Ας μου εξηγήσει κάποιος, με λογικά επιχειρήματα που θα με πείσουν, πώς κατάφερε ένας τύπος – σας φάνηκε καλά εσάς αυτός; - να κατέβει από το πέταλο όπου βρισκόταν, να περάσει τα προστατευτικά – καλά, αυτό δεν είναι και κανένα μεγάλο κατόρθωμα, καταπληκτικό για μεγάλους αγώνες το Καυτατζόγλειο, τα συγχαρητήριά μου -, να περάσει τους σεκιουριτάδες χωρίς να τον πάρει χαμπάρι κανένας απολύτως, να διανύσει όλη την απόσταση που χωρίζει το πέταλο από το γήπεδο του ποδοσφαίρου, δηλαδή το χώρο του στίβου στο συγκεκριμένο γήπεδο, να πατήσει το χορτάρι, να πάει, να σταθεί μπροστά στο Μιχάλη Σηφάκη και να τον βρίζει επί τόση ώρα, μετά να σηκώσει χέρι και να τον χτυπήσει και, ποιος βρέθηκε, λέτε, εκεί, για να δώσει τέλος στο περιστατικό; Σεκιουριτάδες; Άνδρες της αστυνομίας; Αστεία λέτε… Ο Ντάρσι Νέτο και ο Νάτσο Γκαρσία, που μπήκαν ανάμεσα στους δύο όταν το «μπουμπούκι» έπιασε το Σηφάκη από το λαιμό, και τους χώρισαν, με αποτέλεσμα ο «φίλαθλος» να προλάβει «μόνο» να τον χαστουκίσει.
Πού ήταν οι άνδρες της ασφάλειας του γηπέδου σε όλη αυτή τη βόλτα που έκανε αυτός ο «άνθρωπος»; Που ήταν τόσο μεγάλη που, αν ήταν διαβητικός, το ζάχαρό του θα είχε πέσει σε φυσιολογικά επίπεδα από την πολλή άθληση! Και, ρε παιδιά, εκείνοι οι δύο σεκιουριτάδες που στεκόταν από δίπλα και τον κοιτούσαν να «μιλάει» στο Σηφάκη, τι έκαναν; Τις Καρυάτιδες; Και αν, λέω αν, ο τύπος αυτός κουβαλούσε μαζί του κανένα μαχαίρι;
Πόσο φυσιολογικό σας ακούγεται όλο αυτό; Πόσο αθώο και τυχαίο;
Ας δούμε τι θα μπορούσε να προκύψει από αυτό το περιστατικό: δύο τινά. Α) Ο Μιχάλης Σηφάκης φοβάται για τη ζωή του (όπως είναι φυσικό), αντιδρά και παίρνει κόκκινη κάρτα. Ο Άρης μένει χωρίς το βασικό του τερματοφύλακα και χάνει. Β) Ο Μιχάλης Σηφάκης δεν αντιδρά, αλλά χάνει την ψυχραιμία του (όπως είναι φυσικό), δεν μπορεί να αποδώσει ανάλογα με τις δυνατότητές του και ο Άρης χάνει το παιχνίδι.
Ποιος κερδίζει;
Βέβαια, μπορεί και να ήταν τυχαίο. Αν ισχύει αυτό, όμως, μιλάμε για μνημειώδη βλακεία όλων όσων υποτίθεται ότι πληρώνονται για να προσέχουν τη δική μας ασφάλεια, αλλά και εκείνη των ποδοσφαιριστών. Γιατί, πείτε με παρανοϊκό, αλλά αν αυτός ο τύπος δεν είχε περιοριστεί στα όσα μπορεί να πει με το στόμα, και έβγαζε τίποτα άλλο από τις τσέπες του, τι θα γινόταν;
Και αν δεν ισχύει, τότε μιλάμε για το απόλυτο αίσχος. Για την απόλυτη κατάντια. Την απόλυτη ξεφτίλα μιας πόλης που κάποτε ήταν λίκνο του αθλητισμού και του πολιτισμού. Γιατί κάποτε αυτά τα δύο πήγαιναν χέρι- χέρι. Σήμερα φοβάμαι ότι έχουν δίκιο οι φίλοι μου.
Α, και για να μην το ξεχάσω. Όταν έχουν συμβεί τα αίσχη στο γήπεδό μας, ανακοινώσεις τους στυλ «ηρεμήστε ρε παιδιά, για να μην κινδυνεύσουμε να τιμωρηθούμε ή να χάσουμε το παιχνίδι στα χαρτιά» ή κάπως έτσι, είναι τουλάχιστον αστείες. Αστείες. Γιατί η υποχρέωση όλων δεν είναι μόνο απέναντι στις ομάδες μας. Η υποχρέωση όλων όσων έχουν στα χέρια τους ομάδες της Σούπερ Λίγκας είναι πρώτιστα απέναντι στο ποδόσφαιρο. Α, και όταν τελειώνει αυτό το «παιχνίδι», ζητάμε και ένα συγνώμη. Έτσι για το γαμώτο. Για να μην κουβαληθεί κι ο άλλος στο δικαστήριο την επομένη με ένα από τα θαυματουργά κολάρα, που κυκλοφορούν στην αγορά.
Τα θερμά μου συγχαρητήρια λοιπόν στον Μιχάλη Σηφάκη. Ο οποίος αντέδρασε με τον ιδανικό τρόπο σε ό,τι έχει να κάνει με το καλό της ομάδας του, έστω και αν σε ένα αρκετά μεγάλο βαθμό έβαλε σε κίνδυνο τη σωματική του ακεραιότητα. Πόσοι από εμάς θα το έκαναν αυτό στη θέση του;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου