Συνολικές προβολές σελίδας

Σάββατο 12 Σεπτεμβρίου 2009

Το ταλέντο που φτύνουμε


Φτάσαμε λοιπόν και στα μισά του Ευρωμπάσκετ. Μιας διοργάνωσης, στην οποία, πρέπει να ομολογήσουμε ότι άλλα πράγματα περιμέναμε να δούμε –κυρίως από την Εθνική μας ομάδα με την οποία θα ασχοληθούμε στις επόμενες γραμμές- και άλλα βλέπουμε. Και για να μην παρεξηγηθούμε, η έκπληξή μας δεν είναι αρνητική. Το αντίθετο.

Αυτή η εθνική ομάδα, αν και ακόμη δεν έχει ολοκληρώσει την προσπάθειά της στην Πολωνία, έχει ήδη καταφέρει να αποδείξει και να μας υπενθυμίσει κάτι το οποίο ενδεχομένως ξεχνάμε, παρότι καταβάλλουν σημαντικές προσπάθειες για να μας το θυμίσουν και οι υπόλοιπες «μικρές» εθνικές μας ομάδες σχεδόν κάθε καλοκαίρι: Οι Έλληνες, έχουμε ταλέντο στο μπάσκετ. Και όχι, αν κατά λάθος η ομάδα μας, παίξει χάλια από εδώ και στο εξής και δεν καταφέρει εν τέλει κάτι σημαντικό σε αυτή τη διοργάνωση, δεν πρόκειται να αλλάξω άποψη περί αυτού.

Όταν ξεκίνησε η προετοιμασία της ομάδας, κανείς δεν ήξερε τι να περιμένει από αυτή. Πολλοί μάλιστα είχαν βιαστεί να φέρουν την καταστροφή, επειδή η ομάδα θα κατέβαινε ανανεωμένη και χωρίς παίκτες όπως ο Διαμαντίδης, ο Παπαλουκάς, ο Βασιλόπουλος, ο Χατζηβρέττας, ο Τσαρτσαρής, ο Ντικούδης.

Κανείς δεν φαινόταν να πιστεύει ιδιαίτερα στους υπόλοιπους παίκτες της ομάδας, τόσο τους παλιούς όπως ο Φώτσης, ο Σπανούλης, ο Ζήσης και ο Σχορτσανίτης. Πόσο μάλλον στους νεοφερμένους Καλάθη και Κουφό ή στον Καλαμπόκη (ο οποίος εξελίσσεται σε παίκτη-κλειδί για αυτή την ομάδα).

Ναι, όλοι είχαν να πουν τα καλύτερα λόγια για το ταλέντο του Καλάθη και του Κουφού. Όλοι είχαν να πουν τα καλύτερα για την προσπάθεια που έχει καταβάλει συνολικά στην καριέρα του ο Καλαμπόκης, ο οποίος έχει καταφέρει να ξεπεράσει και τις πιο αισιόδοξες προσδοκίες που υπήρχαν για αυτόν όταν ξεκινούσε πριν από πολλά χρόνια. Το ίδιο ισχύει και για τον Τσαλδάρη που κόπηκε την τελευταία στιγμή από την ομάδα. Και όμως. Όλοι αυτοί οι «ξεγραμμένοι» έχουν καταφέρει να κάνουν το κενό του Παπαλουκά, του Διαμαντίδη και όλων των υπολοίπων να μην φαίνεται.

Και ταυτόχρονα, λειτουργώντας ενδεχομένως συμπληρωματικά στις τεράστιες επιτυχίες που σημείωσαν νωρίτερα το καλοκαίρι οι εθνικές ομάδες των εφήβων και των νέων ανδρών, να στείλουν ένα μήνυμα βεβαιότητας –και όχι ελπίδας- ότι το ελληνικό μπάσκετ είναι πολύ δυνατό για να το κλονίσει η απουσία ενός Παπαλουκά ή ενός Διαμαντίδη. Εδώ θα μου πείτε, το ελληνικό μπάσκετ βρήκε το μέλλον του μετά την αποχώρηση του τεράστιου Νίκου Γκάλη. Τον Παπαλουκά δεν θα μπορέσουμε να αντικαταστήσουμε;

Όλα αυτά βέβαια, ακούγονται πολύ όμορφα, ταυτόχρονα όμως δημιουργούν και ένα αίσθημα απογοήτευσης, αν όχι απελπισίας. Γιατί ως Έλληνες, φαίνεται πως δυστυχώς οφείλουμε στον εαυτό μας να σνομπάρουμε τα πράγματα στα οποία είμαστε πραγματικά καλοί και να προσπαθούμε να μπλεχτούμε με άλλα στα οποία τυχαίνει που και που να είμαστε… κωλόφαρδοι. Αλλιώς δεν εξηγείται το «φτύσιμο» που δέχεται από τους έλληνες φιλάθλους το μπάσκετ, υπέρ του ποδοσφαίρου, το οποίο στη χώρα μας σε ελάχιστα πράγματα θυμίζει το πραγματικό ποδόσφαιρο, αλλά μοιάζει περισσότερο με κλωτσοσκούφι.

Τρίτη 8 Σεπτεμβρίου 2009

Πολιτική - Μπάσκετ 1-0


Φυσικά, αυτό που όλοι περίμεναν έγινε. Μαζεμένοι και ενωμένοι, οι Σκοπιανοί “φίλαθλοι” γιούχαραν και αποδοκίμαζαν κατά την ανάκρουση του ελληνικού εθνικού ύμνου, στο πλαίσιο του Ευρωμπάσκετ, που διοργανώνεται στην Πολωνία. Εξάλλου, πανό είχαν αναρτηθεί στο γήπεδο (όχι και ιδιαίτερα φιλικά προς τη χώρα ή το αντιπροσωπευτικό μας συγκρότημα) ενώ το Πόζναν είχε γεμίσει από νωρίς από Σκοπιανούς, οι οποίοι φορούσαν υβριστικά μπλουζάκια, και τραγουδούσαν εν χορώ υβριστικά συνθήματα για την Ελλάδα.
Απόλυτα εναρμονισμένοι προς το αθλητικό πνεύμα, όπως αντιλαμβάνεστε.
Εγείρεται, λοιπόν, εδώ το “αιώνιο” ερώτημα: θα πρέπει να μπλέκονται ο αθλητισμός με την πολιτική;
Πρέπει δεν πρέπει, μπλέκονται. Αναπόφευκτα, όπου υπάρχουν άνθρωποι, υπάρχουν και οι αδυναμίες τους. Και ο φανατισμός και η υπέρβαση των ορίων είναι μια από τις ανθρώπινες αδυναμίες που αντιμετωπίζουμε συχνότερα. Εξάλλου, ίσως μόνο στην αρχαία Ελλάδα είχε καταστεί εφικτός ο διαχωρισμός του αθλητισμού από την πολιτική. Τότε σταματούσαν οι πόλεμοι, έπαυαν τα πάθη και όσοι δεν συμμετείχαν στους αγώνες – εντάξει, πλην των γυναικών – μαζεύονταν στις κερκίδες και θαύμαζαν τους αθλητές.
Γιατί έτσι πρέπει να είναι.
Αργότερα τα πράγματα άλλαξαν. Ποιος θα ξεχάσει τη Σφαγή του Μονάχου, όταν το 1972 μέλη του Μαύρου Σεπτέμβρη επιτέθηκαν στην ισραηλινή αποστολή στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Μονάχου; Αλλά και άλλες περιπτώσεις, όχι τόσο αιματηρές, όπως το αίτημα που διατύπωσε πριν από μερικά χρόνια η Βρετανία να μείνει εκτός των διεθνών διοργανώσεων κρίκετ η Ζιμπάμπουε λόγω της πολιτικής του προέδρου της, Ρόμπερτ Μουγκάμπε. Η άρνηση των ΗΠΑ θα “σχετιστεί” αθλητικά με την Κούβα, ή η πολυετής απουσία της Νοτίου Αφρικής από τις αθλητικές διοργανώσεις λόγω του απαρτχάιντ.
Σε αυτή τη μακρά λίστα των περιπτώσεων συγκαταλέγεται και η δική μας: η ελληνοσκοπιανή κόντρα μεταφέρθηκε, από τα τραπέζια των διπλωματικών διαπραγματεύσεων και τα υπουργεία Εξωτερικών εντός των τεσσάρων γραμμών ενός γηπέδου μπάσκετ.
Θα έπρεπε, όμως, να συμβαίνει αυτό.
Η απάντηση είναι μία: όχι.
Μπορεί να μην συμφωνούμε με πολιτικές και πρακτικές κάποιων κρατών. Μπορεί κάποιες καταστάσεις να είναι απαράδεκτες, κατάπτυστες, καταδικαστέες. Ωστόσο, η πολιτική δεν έχει καμία θέση μέσα στο γήπεδο. Εκεί, δέκα παίκτες (ή δώδεκα, ή 22, ανάλογα με το άθλημα) έχουν το καθήκον να παίξουν έναν αγώνα, να δώσουν τον καλύτερό τους εαυτό, για να προωθήσουν τη χώρα τους, το άθλημά τους και τα αθλητικά ιδεώδη. Τα εθνικά ζητήματα λύνονται από τους καθ’ ύλην αρμόδιους, τουτέστιν τους υπουργούς Εξωτερικών, τους διαμεσολαβητές του ΟΗΕ και τους παρατρεχάμενους αυτών. Αν μπορούσε ένας αγώνας μπάσκετ να καθορίσει το μέλλον της ονομασίας μιας χώρας, ή τα σύνορα μιας άλλης, ή τις εθνικές πολιτικές μίας τρίτης, τότε τα πράγματα θα ήταν αλλιώς. Και ίσως ήταν και ευκολότερη η ζωή μας, ποιος ξέρει;
Ίσως, πάντως, θα έπρεπε και η διοργανώτρια χώρα να έχει προνοήσει και να έχει προστατεύσει την ελληνική αποστολή από τέτοιου είδους εκδηλώσεις. Όχι, δηλαδή, μόνο την ελληνική αποστολή, αλλά γενικότερα τη διοργάνωση, από παρατράγουδα αυτού του είδους. Γιατί δεν αξίζει στην εικόνα που χαρίζει το μπάσκετ, να χαλάει από κάτι τέτοιες εθνικιστικές “φιοριτούρες”.